Μάθημα : ΔΡΑΣΗ -ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Κωδικός : 1701052296

Μάθημα

"Χριστιανική τέχνη"ονομάζουμε την τέχνη με την οποία κατασκευάζουμε αντικείμενα, που χρησιμοποιούμε για να λατρεύουμε τον Θεό

Οι μορφές της εκκλησιαστικής τέχνης είναι, η εικονογραφία η ναοδομία και η υμνολογία. Αντικείμενα εκκλησιαστικής τέχνης είναι όλα τα εκκλησιαστικά είδη, τα ιερατικά είδη, τα ξυλόγλυπτα, οι τοιχογραφίες.

 

Ενότητες

«Βιβλία των αγραμμάτων» ονομάζει τις εικόνες ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γιατί αποτυπώνονται εκεί παραστατικά η διδασκαλία της Εκκλησίας μας  και οι βίοι των αγίων μας.

 Κάποιος που δε γνωρίζει γράμματα μπορεί να δει όχι μόνο τα γεγονότα της σωτηρίας του ανθρώπου αλλά και τα βαθύτερα νοήματά τους. Οι εικόνες ενεργοποιούν την αίσθηση της όρασης και της μνήμης και στρέφουν τον νου προς τον ουρανό.

Η ύπαρξη βυζαντινών εικόνων μαρτυρείται από τις αρχές του 4ου μΧ. αιώνα και οι καταβολές τους ανάγονται στην αρχαία ελληνική τέχνη, στις προσωπογραφίες Ρωμαίων αυτοκρατόρων και των οικογενειών τους, σε παραστάσεις θεών από τους ειδωλολατρικές και μυστηριακές θρησκείες, ενώ έχουν τις ρίζες τους στα αιγυπτιακά πορτρέτα Φαγιούμ τα οποία τοποθετούνται χρονικά στον 1ο με 3ο αιώνα μ.Χ. και αποτελούν την αρχαιότερη μορφή προσωπογραφίας

Οι παλαιότερες σωζόμενες βυζαντινές εικόνες έχουν βρεθεί στο Σινά, είναι κηρόχυτες και αποδίδονται σε Κωνσταντινουπολίτικα εργαστήρια.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης, αρχίζουν να διαμορφώνονται κατά την μέση βυζαντινή περίοδο (867- 1204). Η Κωνσταντινούπολη, εκτός από πρωτεύουσα του νέου κράτους, θα γίνει για τους επόμενους αιώνες και η πρωτεύουσα της τέχνης, όχι μόνο για το Βυζάντιο αλλά και για όλη την Ευρώπη.

Η αγιογραφία καθώς και όλες οι βυζαντινές τέχνες θα φθάσουν στο απόγειό τους κατά την περίοδο των Παλαιολόγων.Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας η τέχνη της αγιογραφίας αρχίζει σιγά σιγά να σβήνει.Οι βυζαντινές εικόνες θα αντικατασταθούν από θρησκευτικές ζωγραφιές με ανάμεικτα βυζαντινά και αναγεννησιακά στοιχεία. Στις αρχές του 20ού αιώνα,ο Φώτης Κόντογλου θα επιχειρήσει να ανασύρει από το σκοτεινό βάραθρο της λήθης την ιερή τέχνη της ορθόδοξης εικονογραφίας.

Πατήστε στους παρακάτω συνδέσμους για να παρακολουθήσετε:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΙΝΑΙΤΩΝ

PADLET -ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Στο βλέμμα των προσώπων του Φαγιούμ, μοιάζει να καίει καντήλι αιώνιας ζωής. 

                                                                                                                        ΑΝΤΡΕ  ΜΑΛΡΟ       

Τα πορτρέτα Φαγιούμ ήταν προσωπογραφίες τις οποίες φιλοτεχνούσαν Έλληνες ζωγράφοι από τον 1ο έως τον 3ο αι. της ύστερης  ελληνιστικής παράδοσης της  Αλεξανδρινής σχολής.
Πρόκειται για νεκρικά πορτρέτα που ανακάλυψε και ανέφερε πρώτος ο Ιταλός Pietro Della Valle  το  1615. Πήραν το όνομά τους από την περιοχή Φαγιούμ μια κοιλάδα πλούσια σε βλάστηση ,60 χιλ. νότια του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση των πορτρέτων είναι δύο,η τεχνική της εγκαυστικής και η τεχνική της αυγοτέμπερας .Οι τεχνικές αυτές προέρχονται από την αρχαιοελληνική ζωγραφική παράδοση που συνεχίστηκε στις πρωτοχριστιανικές εγκαυστικές εικόνες που φυλάσσονται σήμερα στη μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.
Τα πορτρέτα Φαγιούμ θεωρούνται πρόδρομοι των βυζαντινών εικόνων..Η τεχνοτροπία,τα χρώματα, η εκφραστικότητα,συνθέτουν μια αρμονική εικόνα και αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για νεότερους ζωγράφους.
 

Τα Τεχνικά χαρακτηριστικά των πορτρέτων Φαγιούμ

  

Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση των πορτρέτων Φαγιούμ είναι δύο, η εγκαυστική και η τέμπερα. Η εγκαυστική τεχνική εμφανίζεται ως η πιο γνωστή για τη ρεαλιστική απεικόνιση και γινόταν με λιωμένο κερί ανακατεμένο με χρώμα που το άπλωναν πάνω στο ξύλο ή το ύφασμα που έπρεπε να ζωγραφιστεί. Το κερί μαζί με το χρώμα εφαρμοζόταν ομοιόμορφα και γρήγορα στη ζωγραφική επιφάνεια και ο καλλιτέχνης έπρεπε να τελειώσει τη βάση του έργου πριν κρυώσει το κερί. Όσον αφορά την τέμπερα, αξίζει να σημειωθεί πως στην ανάμειξη των χρωμάτων χρησιμοποιούνταν και διάφορα συνδετικά υλικά, όπως ζωικές κόλλες, αραβική γόμα, ρητίνες όπως μαστίχα Χίου και ασπράδι ή κρόκος αυγού.


Τα πορτρέτα είχαν διαστάσεις περίπου 35 x 18 cm και το ξύλο που χρησιμοποιούνταν ήταν συνήθως κέδρος, βελανιδιά, πλάτανος αλλά και άλλα είδη όχι πάντα προερχόμενα από την Αίγυπτο. Επιπλέον βασικό χαρακτηριστικό ήταν πώς το ξύλο έπρεπε να αποκτήσει ένα κάπως κυρτό σχήμα ώστε να εφάπτεται στη μούμια.

Η πλειοψηφία των πορτρέτων απεικονίζει νέους ανθρώπους και παιδιά και αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι ο μέσος όρος ζωής δεν ξεπερνούσε τα 35 χρόνια καθώς και στο ότι η παιδική θνησιμότητα ήταν αρκετά μεγάλη.Τα πορτρέτα ζωγραφίζονται είτε απευθείας επάνω στο νεκρικό σεντόνι είτε επάνω σε λεπτά ξύλινα φύλλα, αρχικώς τετράπλευρα, τα οποία αργότερα κόβονταν για να προσαρμοστούν και να τοποθετηθούν στις μούμιες των νεκρών στο σημείο του προσώπου.

Παρατηρώντας ένα πορτρέτο Φαγιούμ αυτό που θα προσέξουμε είναι η στάση του προσώπου σε τρία τέταρτα, χαρακτηριστικό της ελληνιστικής τέχνης, επιπλέον θα δούμε τα χείλη του απεικονιζόμενου πάντα σφραγισμένα καθώς και περίτεχνα κοσμήματα φιλοτεχνημένα από φύλλα χρυσού. Πολλά πορτρέτα έχουν έκδηλα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά που μαρτυρούν το συρμό της εποχής και αυτό που ολοκληρώνει την εικόνα του πορτρέτου και σίγουρα μαγεύει τον παρατηρητή είναι τα μεγάλα και έντονα αιγυπτιακά μάτια που μαγνητίζουν το βλέμμα με την εκφραστικότητα και το βάθος τους.

Πολλοί τα απεικόνισαν βασισμένοι σε καθαρά ελληνιστικά πρότυπα όπως ο Κόντογλου και άλλοι επηρεασμένοι από πιο Ευρωπαϊκά πρότυπα ζωγραφικής όπως ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας. Όλοι τους όμως μας κληροδότησαν έργα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας που παράλληλα μαρτυρούν μια ιστορία αιώνων.
Τα πορτραίτα, εκτός των άλλων, είναι πηγές πληροφοριών για την ενδυμασία αλλά και για τα κοσμήματα των γυναικών της εποχής και της περιοχής. Χαρακτηριστικές χρυσές αλυσίδες στο λαιμό με ή χωρίς πολύτιμους λίθους, σκουλαρίκια αλλά και διαδήματα στολίζουν τις φιγούρες των απεικονιζόμενων γυναικών. Η ενδυμασία, η κόμμωση και άλλα στοιχεία, αν συγκριθούν με προτομές της εποχής, μας επιτρέπουν μια γρήγορη χρονολόγηση τους.
 Tα πορτρέτα του Φαγιούμ, θεωρούνται πρόδρομοι των βυζαντινών εικόνων και αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για νεότερους ζωγράφους.
Σήμερα, σημαντική συλλογή πορτρέτων Φαγιούμ μπορούμε να θαυμάσουμε στην Ελλάδα ,τόσο στο μουσείο Μπενάκη, στο Κεντρικό κτίριο όσο και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, στην αίθουσα Σταθάτου, στη συλλογή με τα αιγυπτιακά εκθέματα.

                                                                                                                        

        Δείτε: http://users.sch.gr/izogakis/ta-portreta-fagioum-ke-i-techniki-tou/

                   https://artic.gr/ta-portreta-tou-fayum/

                    https://www.lifo.gr/team/evrymata/35166

 

 



 

Στην αρχή της πρωτοχριστιανικής περιόδου(33-330μ.Χ) οι χριστιανοί δεν είχαν συγκεκριμένους τόπους λατρείας παρά μαζεύονταν σε ευρύχωρα σπίτια και εκεί έψαλλαν και έκαναν όλες τις ιεροτελεστίες. Αργότερα, από το 200 και μετά και κυρίως με το τέλος των διωγμών, που οι χριστιανοί γίνονταν όλο και περισσότεροι ιδρύθηκαν ξεχωριστοί τόποι λατρείας.

Σε αυτή την περίοδο η κύρια πνευματική έκφραση μέσω της τέχνης λέγεται αρχαϊκή εικονογραφία· είχε συμβολικό χαρακτήρα και είναι γνωστή και ως η τέχνη των κατακομβών. Η τεχνοτροπία στις απεικονίσεις των κατακομβών είναι ελεύθερη. Άρχισε με μοτίβα, τα οποία παρέλαβε από την ειδωλολατρική τέχνη, όπως π.χ. ο Ορφέας. Ο σκοπός της τέχνης αυτής είναι καθαρά διδακτικός. Χρησιμοποιήθηκαν σύμβολα όπως η ναύς, ο ιχθύς, η ελιά, η άγκυρα, η άμπελος κ.α.

Εκκλησιαστική μουσική είναι η μουσική που χρησιμοποιείται κατά την λατρεία του Θεού στη Χριστιανική Εκκλησία. Η εκκλησιαστική μουσική ακολούθησε διαφορετική πορεία στην Ανατολή και τη Δύση. 

Στην Ανατολή :Βυζαντινή Μουσική

Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική είναι η εξέλιξη και καλλιέργεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που μεταφράζεται και απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί Ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα. Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο.

Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται, είναι στο σύνολό της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.

Οι φθόγγοι ή τόνοι στη βυζαντινή μουσική διακρίνονται σε επτά και ονομάζονται: πΑ, Βου, Γα, Δι, κΕ, Ζω και νΗ.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΔΥΣΗ: ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟ ΜΕΛΟΣ

Πήρε το όνομα του από τον πάπα  Γρηγόριο Α΄ τον Μέγα.

Αποτελεί τη βάση της Ευρωπαικής μουσικής

Είχε τις καταβολές του στην Ανατολή.

 

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΌ ΟΡΓΑΝΟ

ΙΣΤΟΡΙΑ

Πρόγονος του οργάνου υπήρξε η ύδραυλις, εφεύρεση του μεγάλου μηχανικού και εφευρέτη Κτησίβιου (3ος αιώνας π.Χ.) από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.Η Ύδραυλις ήταν αρχαιοελληνικό αερόφωνο όργανο της αρχαιότητας με ισχυρό και έντονο ήχο το οποίο χρησιμοποιούνταν στα θεάματα του ιπποδρόμου και στην εκτέλεση στρατιωτικής μουσικής. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του οργάνου αυτού ήταν το υδραυλικό σύστημα πάνω στο οποίο βασιζόταν για να λειτουργήσει, καθώς αυτό ήταν υπεύθυνο για την παραγωγή, κίνηση και ρύθμιση της πίεσης του αέρα, ο οποίος διοχετευόταν στους αυλούς διαμέσου μιας σειράς μοχλών.

Το αρχαίο αυτό μουσικό όργανο, αν και αρχικά κέντρισε μάλλον το τεχνικό παρά το μουσικό ενδιαφέρον των ανθρώπων των ελληνιστικών χρόνων, δεν άργησε να αναπτυχθεί και να διαδοθεί στον ρωμαϊκό κόσμο. Τους επόμενους αιώνες, αρχαία όργανα κοσμούσαν τα ανάκτορα των βυζαντινών αυτοκρατόρων (αλλά δεν χρησιμοποιούνταν σε εκκλησίες). Ωστόσο, στη Δύση, με την κατάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το όργανο ξεχάστηκε εντελώς. Το 757 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος δώρισε ένα όργανο στον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ (πατέρα του Καρλομάγνου)· η δωρεά αυτή υπήρξε σημαντικότατο γεγονός και αποτέλεσε την απαρχή αναβίωσης του οργάνου στη Δύση.

Αν και ουδείς πάπας έδωσε ποτέ επίσημη συγκατάθεση για τη χρήση του οργάνου στο χώρο της εκκλησίας, κάτι τέτοιο αρχίζει να συμβαίνει ολοένα και περισσότερο από τον 9ο ως τον 12ο αιώνα. Κατά τον 13ο αι. μεγάλοι καθεδρικοί ναοί χτίζονται ή αναστηλώνονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατασκευή (ή ανακαίνιση) μεγάλων εκκλησιαστικών οργάνων. Ως τον 15ο αι. το όργανο εξελίσσεται κατασκευαστικά, αποκτά πεντάλ και περισσότερα του ενός κλαβιέ, ενώ μετά τον 16ο αι. αναπτύσσονται εθνικές σχολές κατασκευής με αξιοσημείωτες διαφορές. Αυτό που αξίζει πάντως να σημειώσουμε είναι πως, πέραν της εκκλησιαστικής χρήσης, το όργανο ανέκαθεν είχε παράλληλα και ευρύτατη κοσμική χρήση. Ήδη, τον 13ο αιώνα, κατασκευάζονταν ευρέως μικρότερα όργανα που εύκολα μεταφέρονταν (Positiv, Portativ) ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες (και) της κοσμικής μουσικής.

 

ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ

Ανάμεσα στους μεγάλους συνθέτες που δημιούργησαν το ογκωδέστατο ρεπερτόριο του εκκλησιαστικού οργάνου δεσπόζει αναμφισβήτητα η μορφή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος ως δεινός οργανίστας έγραψε για το όργανο μερικές από τις πιο ευφάνταστες, συγκινητικές και πρωτοποριακές σελίδες μουσικής όλων των εποχών. Στην κλασική και ρομαντική περίοδο, το πιάνο κάνει μια δυναμική είσοδο στον ευρωπαϊκό μουσικό κόσμο και με τις ιδιαίτερες εκφραστικές του ικανότητες κυριαρχεί έναντι των παλαιότερων πληκτροφόρων.

Οι μεγάλοι ρομαντικοί συνθέτες (Σούμαν, Μπραμς, Μέντελσον κ.ά.) γράφουν ελάχιστα για εκκλησιαστικό όργανο, εξαιρουμένων των Σεζάρ Φρανκ και Φραντς Λιστ, που του αφιέρωσαν πολλά και σημαντικά έργα. Στον 20ό αιώνα, το ενδιαφέρον για το όργανο αναζωπυρώνεται διεθνώς, με αιχμή του δόρατος το τεράστιο σε έκταση και σε ποιότητα έργο του γάλλου συνθέτη (και οργανίστα) Ολιβιέ Μεσσιάν.

Ημερολόγιο

Προθεσμία
Γεγονός μαθήματος
Γεγονός συστήματος
Προσωπικό γεγονός

Ανακοινώσεις

Όλες...