Ένας άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ. Στο δρόμο έπεσε στα χέρια ληστών. Αυτοί αφού του πήραν όσα πράγματα είχε, του έκλεψαν και τα ρούχα, τον πλήγωσαν κι έτσι μισοπεθαμένο τον άφησαν στην ερημιά. Κατά σύμπτωση από εκείνον το δρόμο περνούσε ένας ιερέας. Αυτός είδε τον πληγωμένο, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να τον βοηθήσει. Σε λίγο έφτασε στον τόπο εκείνο κι ένας λευίτης, δηλαδή νεωκόρος στο Ναό. Είδε κι αυτός τον πληγωμένο, αλλά κι αυτός έφυγε χωρίς να βοηθήσει. ΄Ένας περαστικός Σαμαρείτης όμως, πλησίασε και μόλις είδε τον χτυπημένο τον λυπήθηκε. Αμέσως κατέβηκε από το ζώο του, περιποιήθηκε τις πληγές με κρασί και λάδι και τις περιέδεσε. Έπειτα τον φόρτωσε στο ζώο του και τον μετέφερε σ’ ένα πανδοχείο. Έδωσε μάλιστα στον ξενοδόχο αρκετά χρήματα και του είπε: «Περιποιήσου τον πληγωμένο μέχρι να γίνει καλά. Αν σου χρειαστούν περισσότερα χρήματα, στο γυρισμό θα σου τα δώσω».
Μετά ο Ιησούς ρώτησε τον νομικό: «Λοιπόν, ποιος από τους τρεις φέρθηκε ως πλησίον σ’ αυτόν τον άτυχο που έπεσε στα χέρια των ληστών;». Κι εκείνος απάντησε: «Αυτός που έδειξε ευσπλαχνία». «Πήγαινε λοιπόν και κάμε κι εσύ το ίδιο», είπε ο Ιησούς.