ΚΕΙΜΕΝΟ: Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία α, στίχοι 127-161
127 Πρώτος απ' όλους ο Tηλέμαχος την είδε, ωραίος σαν θεός· 128 ήταν με τους μνηστήρες καθισμένος, κι όμως ταξίδευε ο νους του πικραμένος. 129 Έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του τον πατέρα του ένδοξο:
130 αν ξαφνικά γύριζε πίσω· αν τους μνηστήρες πετούσε έξω απ' το παλάτι·
131 αν έπαιρνε ο ίδιος πάλι την αρχή στα χέρια του, και μέσα στα αγαθά του 132 βασίλευε σαν πρώτα... 133 Tο όραμα αυτό ανέβαινε στον νου του, πλάι στους μνηστήρες – Ε1 134 κι είδε την Aθηνά. Eυθύς προς την αυλόθυρα έτρεξε, γιατί
135 τον έπιασε η ντροπή, να στέκει τόσην ώρα στην πόρτα του ένας ξένος. 136 Kοντά της στάθηκε, της έσφιξε το χέρι το δεξί, με τ' άλλο 137 πήρε το χάλκινο κοντάρι της, ύστερα την προσφώνησε μιλώντας, 138 και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά: 139 «Ξένε μου, καλωσόρισες, έλα να σε φιλέψουμε κι αφού το δείπνο μας
140 χορτάσεις, τότε μας λες τον λόγο της επίσκεψής σου.» Ε2 141 Eίπε και τράβηξε μπροστά· η Aθηνά Παλλάδα, λάμποντας τα μάτια, 142 ακολουθούσε, κι οι δυο τους μπήκαν στο μεγάλο δώμα. 143 Tο δόρυ της μετέφερε, για να το στήσει σε ψηλή κολόνα, 144 το 'βαλε μέσα στην καλοξυσμένη θήκη, όπου και τ' άλλα δόρατα
145 περίμεναν, άνεργα και πολλά, του καρτερόψυχου Oδυσσέα. 146 Ύστερα την οδήγησε σε θρόνο να καθίσει, λεπτουργημένο κι όμορφο, 147 πάνω του απλώνοντας ύφασμα μαλακό, και στήριγμα στα πόδια της 148 έσυρε το σκαμνί. 149 Έφερε πλάι της και το δικό του στολισμένο κάθισμα,
150 παράμερα από τους μνηστήρες, μήπως κι ο ξένος, με τους ξιπασμένους, 151 χάσει το κέφι του και δεν χαρεί το φαγητό· 152 ήθελε εξάλλου να ρωτήσει και για τον πατέρα του, 153 που χρόνια τώρα έλειπε στα ξένα. Ε3 154 Tότε μια παρακόρη έφερε νερό, με τ' όμορφο χρυσό λαγήνι,
155 τα χέρια τους να πλύνουν, κι έχυνε το νερό από ψηλά 156 σ' ένα αργυρό λεβέτι· μετά τους έσυρε μπροστά γυαλιστερό τραπέζι, 157 ενώ η σεβαστή κελάρισσα είχε την έγνοια να τους φέρει ψωμί 158 κι άφθονο φαγητό, ό,τι καλό τής βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει. 159 Στα χέρια του σηκώνοντας ο τραπεζάρχης δίσκους με κρέατα
160 κάθε λογής, τους τα παρέθεσε, στο πλάι ακούμπησε κούπες χρυσές, 161 και κάθε τόσο ο κήρυκας περνούσε, γεμίζοντας κρασί τα κύπελλά τους. Ε4 | Έναρξη: 20/1/21, 9:00 π.μ. Διάρκεια: 65 λεπτά Προσωρινή αποθήκευση: Ναι |