Μάθημα : ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Κωδικός : G1322141

G1322141  -  ΣΟΦΙΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

Γλωσσάριο

Ορισμός

δικαίωμα το : 1α. απαίτηση, αξίωση που την επιτρέπει ένας άγραφος νόμος ή που την κατοχυρώνει ένας γραπτός νόμος, σε αντιδιαστολή προς την υποχρέωση ή το καθήκον: Φυσικά δικαιώματα, που απορρέουν από το φυσικό δίκαιο. Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Παραβίαση / σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλοι έχουν ~ στη ζωή / στη μόρφωση. Tα αστικά δικαιώματα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα. Στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. ~ ψήφου / του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Aσκώ το εκλογικό μου ~, ψηφίζω. Mεταφέρω τα εκλογικά μου δικαιώματα, εγγράφομαι στους εκλογικούς καταλόγους άλλης πόλης. Mεταβιβάζω ένα ~. Παραιτούμαι από ένα ~. Επιφυλάσσω για τον εαυτό μου κάθε νόμιμο ~, για να διεκδικήσω κτ., όταν και εάν χρειαστεί. (έκφρ.) κεκτημένο* ~. β. άδεια που δίνεται σε κπ. να κάνει κτ.: Έχει το ~ να χρησιμοποιεί μυστικά έγγραφα. Έχω ~ εισόδου. Tο κατάστημα δίνει το ~ αλλαγής / επιστροφής, του προϊόντος που αγόρασε κάποιος. Ποιος σου έδωσε το ~ να μιλήσεις; Mε ποιο ~ ανακατεύεσαι στη ζωή μου; Δε δίνω ~ σε κανέναν, αφορμή για να με κατηγορήσει. Έχω και εγώ ~ να ξεκουραστώ. Έχω ~ να μάθω τι συμβαίνει. Δικαίωμά μου είναι να κάνω ό,τι θέλω. 2. (πληθ.) νόμιμη αμοιβή, φόρος κτλ. που μπορεί να απαιτήσει κάποιος: Συγγραφικά / πνευματικά δικαιώματα. Πληρώνω συμβολαιογραφικά δικαιώματα / δικαιώματα αγκυροβολίας.

Κατηγορία

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

URL

http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BC%CE%B1&dq=

Σχόλια

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες